κώμυς

κώμυς
κώμῡς , κώμυς
bundle
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κώμυς — κώμυς, υθος, ἡ (Α) 1. δεμάτι, δέσμη («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι», Θεόκρ.) 2. κλάδος δάφνης 3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κώμυθες τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • κώμυθα — κώμῡθα , κώμυς bundle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθας — κώμῡθας , κώμυς bundle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθες — κώμῡθες , κώμυς bundle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθος — κώμῡθος , κώμυς bundle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυσι — κώμῡσι , κώμυς bundle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”